ανασπογγίζω

ανασπογγίζω
μετ. вытирать, осушать (губкой)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανασπογγίζω" в других словарях:

  • ανασπογγίζω — ἀνασπογγίζω (Α) καθαρίζω προσεκτικά με σπόγγο …   Dictionary of Greek

  • ἀνασπογγίσαι — ἀνασπογγίζω sponge clean aor inf act ἀνασπογγίσαῑ , ἀνασπογγίζω sponge clean aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασπογγίζειν — ἀνασπογγίζω sponge clean pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασπογγίζουσα — ἀνασπογγίζω sponge clean pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασπογγίζων — ἀνασπογγίζω sponge clean pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασπογγίσας — ἀνασπογγίσᾱς , ἀνασπογγίζω sponge clean aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»